ξυράφιον

English (LSJ)

τό, Dim. of ξυρόν, Sch.Ar.Ach.849; surgical knife, Gal. 14.786.

German (Pape)

[Seite 282] τό, dim. von ξυρόν, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠράφιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ξυρόν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 849, Ἡσύχ. ἐν λ. ξυρός.