ξυστρωτός

English (LSJ)

ξυστρωτόν, fluted, of pillars, Aq., Thd.3 Ki.6.18, PLond.3.755B3 (iv A. D.); chamfered, πυραμίς Hero *Stereom.2.66.1.

German (Pape)

[Seite 283] aufgekratzt; bes. auch von Säulen, = kannelirt.

Greek (Liddell-Scott)

ξυστρωτός: -όν, (ὡς ἐκ ῥήματος ξυστρόω), ἐξεσμένος· ἰδίως ἐπὶ κιόνων, ῥαβδωτός, Λατ. striatus, Ἀκύλας ἐν Παλ. Διαθ. (Δ΄ Βασιλ. Ϛ΄, 18)· ἴδε ξύστρα ΙΙΙ.

Greek Monolingual

ξυστρωτός, -όν (Α) ξυστρώ
μτγν.
1. (για κίονα) αυτός που φέρει ραβδώσεις, ραβδωτός («κέδρου πρὸς τὸν οἶκον ἔνδον διατετορευμένα ξυστρωτὰ καὶ περίγλυφα», ΠΔ)
2. (για πυραμίδα) αυτός που έχει κατασκευαστεί με λοξή τομή
3. (κατά τον Ησύχ.) «τὸ δακτυλωτὸν ἔκπωμα, ἔνιοι δὲ τὸ κέρας, ἄμεινον δὲ τὸ ξυστρωτὸν λεγόμενον».