ξύστρα

From LSJ

χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξύστρα Medium diacritics: ξύστρα Low diacritics: ξύστρα Capitals: ΞΥΣΤΡΑ
Transliteration A: xýstra Transliteration B: xystra Transliteration C: ksystra Beta Code: cu/stra

English (LSJ)

ἡ,
A scraper used after bathing, Hp.Nat.Mul.42, Diph.52, PCair.Zen.488.1 (iii B. C.), OGI339.77 (Sestos, ii B. C.), PLond.3.402 ii 25 (ii B. C.), Agathin. ap. Orib.10.7.2: later word for στλεγγίς, acc. to Luc.Lex.5, Hellad. ap. Phot.Bibl.p.533 B., Poll.3.154, Phryn. 266.
II = ὠτεγχύτης, Archig. ap. Gal.12.620.

German (Pape)

[Seite 283] ἡ, = Folgdm; Poll. 3, 154; Luc. Lex. 5.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
étrille pour le bain.
Étymologie: ξύω.

Russian (Dvoretsky)

ξύστρα:банный скребок Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ξύστρα: ἡ, ἧς χρῆσιν ἐποιοῦντο μετὰ τὸ λουτρόν, Δίφιλος ἐν «Κιθαρῳδῷ» 2· λέξις μεταγενεστέρα ἀντὶ τοῦ στλεγγίς, Λουκ. Λεξιφ. 5, Ἑλλάδ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 533. 7, Πολυδ. Γ΄, 154, Φρύν. 299, κτλ.· ― Παρ’ Ἡσύχ., ξυστρίς, -ίδος, ἡ. ΙΙ. = ὠτεγχύτης, Ἀρχιγέν., Γαλην., κλ. ΙΙΙ. ἐν τῷ πληθ., αἱ ῥαβδώσεις κίονος, Λατ. striae, ἴδε ἐν λέξ. ξυστρωτός.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ξύστρα)
νεοελλ.
1. κάθε εργαλείο που χρησιμεύει για το ξύσιμο και τη λείανση μιας επιφάνειας
2. μικρό εργαλείο που κάνει αιχμηρά διάφορα αντικείμενα («ξύστρα για μολύβια»)
3. μουσ. κρουστό ιδιόφωνο μουσικό όργανο που αποτελείται από ανώμαλη, οδοντωτή επιφάνεια και μία μικρή ράβδο η οποία με το άκρο της «ξύνει», διατρέχει την επιφάνεια αυτή
αρχ.
1. είδος ξέστρας με λαβή, την οποία χρησιμοποιούσαν μετά το λουτρό για σκούπισμα και στέγνωμα του σώματος
2. όργανο κατάλληλο για έγχυση υγρού φαρμάκου στο αφτί, ωτεγχύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξυσ-, πρβλ. αόρ. -ξυσ-α του ξύω + επίθημα -τρα (πρβλ. κρεμάστρα)].