ξύνιε

English (LSJ)

ξυνίει, ξύνιον, v. συνίημι.

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. impér. prés. de ξυνίημι, ion. et anc. att. c. συνίημι.

Greek (Liddell-Scott)

ξύνῐε: ξῠνίει, ἴδε ἐν λέξει συνίημι. ― Ἴδε Κόντου Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 559.

Greek Monotonic

ξύνῐε: προστ. του ξυν-ίω, = συν-ίημι.