συνίημι
Δειλοῦ γὰρ ἀνδρὸς δειλὰ καὶ φρονήματα → Etiam consilia ignava ignavi sunt viri → Des feigen Mannes Denkungsart ist feige auch
English (LSJ)
also ξυνίημι, 2sg. ξυνίης [ῑ] S.El.1347, Ar.Pl.45, (συν-) Pl. Sph.238e; 3sg. and pl. συνίει, συνίουσι, LXX 1 Ki.18.15; imper.
A ξυνίει Od.1.271, etc. (ξύνιε Thgn.1240 is prob. corrupt); 3sg. subj. συνιῇ Pl. Prt.325c; inf. συνιέναι, Ep. συνῑέμεν Hes.Th.831; also συνιεῖν Thgn. 565, later συνίειν LXX 1 Ki.2.10, al.; part. ξυνῑείς Ar.Lys.1016 (lyr.), (συν-) Pl.Sph.253b, etc.; later συνίων LXX 1 Ki.18.14: impf. συνίην Ach.Tat.1.9; συνίειν (s. v.l.) Luc.DDeor.6.2, Philops.39; 3sg. ξυνίει X.An.7.6.9; 3pl. ξυνίεσαν Th.1.3, Ep. ξύνιεν Il.1.273: fut. συνήσω Hdt.9.98, Pl.Prt. 325e: aor. 1 συνῆκα A.Ag.1112,1243, Hdt.5.92.γ, Ar.Ach.101, etc.; Ep. ξυνέηκα Il.1.8, al.; ἐξυνῆκα Anacr.146; ἐσύνηκα Alc.131; but aor. 2 imper. ξύνες, S.Tr.868; pl. σύνετε v.l. in Ev.Marc.7.14; part. συνείς A.Pers.361, Hdt.1.24, 5.92.γ and ή; Aeol. σύνεις Alc.Supp.4.10; Dor. inf. συνέμεν Pi.P.3.80: pf. συνεῖκα Plb. 5.101.2 (συνηκέναι codd., corr. Schweigh.), etc.; Dor. 1 pl συνείκαμες Plu.2.232d; pf. part. συνεικώς prob. l. in J.Vit.45.—In Hom. we find of pres., only imper. ξυνίει Od. l.c.; ofimpf., 3pl. ξύνιεν for ξυνίεσαν, Il.1.273; of aor. 1, Ep. 3sg. ξυνέηκε; of aor. 2, imper. ξύνες 2.26, al.; of aor. 2 Med., 3sg. ξύνετο Od.4.76; subj. 1pl. συνώμεθα Il.13.381; all except the last form with ξυν-, though seldom required by the verse. [As in ἵημι, the 1st syllable is short in Ep., long in Trag. and Com.: Hes. however has συνῑέμεν (l.c., metri gr.); S. ξυνιημι in a dactylic verse, El.131; and Ar. ξυνιημι in an iamb. trim., Av.946, cf. Philem.123.3.]
I bring together or set together, in hostile sense, τίς τ' ἄρ σφωε.. ἔριδι ξυνέηκε μάχεσθαι; Il.1.8; οὓς ἔριδος μένεϊ ξυνέηκε μάχεσθαι 7.210; but ἀμφοτέρῃς.. ἕνα ξυνέηκεν ὀϊστόν shot one arrow at both together, Musae.18.
2 Med., come together, come to an agreement, ὄφρα.. συνώμεθα.. ἀμφὶ γάμῳ Il.13.381.
3 send herewith, PSI6.665.7 (iii B.C.).
II metaph., perceive, hear, freq. in Hom. (who also has Med. in this sense, ἀγορεύοντος ξύνετο Od.4.76); ὣς φάθ', ὁ δὲ ξυνέηκε Il.15.442; εἰ δ' ἄγε νῦν ξυνίει Od.1.271:—Constr., c. acc. rei, ξυνέηκε θεᾶς ὄπα φωνησάσης Il.2.182; ἐμέθεν ξυνίει ἔπος Od.6.289, cf. S.Ant. 1218, Ar.Pax603: c. gen. pers., νῦν δ' ἐμέθεν ξύνες ὦκα Il.2.26; καὶ κωφοῦ συνίημι Orac ap.Hdt.1.47: rarely c.gen.rei, μευ βουλέων ξύνιεν Il.1.273.
2 to be aware of, take notice of, observe, τοῖιν Od.18.34; τῶν δὲ σὺ μὴ ξύνιε Thgn.1240 (sed leg. ξυνίει): c. acc., Hdt.1.24: followed by a relat., ξύνες δὲ τήνδ', ὡς.. χωρεῖ S.Tr.868 (lyr.): abs., πολλά με καὶ συνιέντα παρέρχεται Thgn.419.
3 understand, ξ. ἀλλήλων understand one another's language, Hdt.4.114, Th.1.3; εὖ λέγοντος.. τοῦ Δελφικοῦ γράμματος οὐ σ. Pl.Alc.1.132c, cf. Lg.791e: freq. c. acc. rei only, Pi.P.3.80, A.Pers.361, Hdt.3.46, Ar.Pl.45, etc.; ξυνῆκα τοὔπος ἐξ αἰνιγμάτων A.Ch.887, cf. Ag.1243, S.El.1479; ξ. δὲ αὐτὸς Ἑλληνιστὶ τὰ πλεῖστα X.An.7.6.9; δι' ἑρμηνέων ξ. τι Id.Cyr.1.6.2; συνιέντες τὰ ναυτικά Id.HG1.6.4: abs., τοῖς ξυνιεῖσιν to the intelligent, Thgn.904; in Com. dialogue, parenthetically, συνίης; like μανθάνεις; Lat. tenes? Alex.124.6, Diph.32.13; οὐχὶ ξυνίης; S.El.1347; οὔπω ξυνῆκα A.Ag.1112: also followed by a clause, οὐ ξυνιᾶσιν ὅκως.. Heraclit. 51; ξυνίημ' ὅτι βούλει Ar.Av.946 (ξυνῆχ' cj. Brunck); σ. τὸ γράμμα ὃ βούλεται Pl.Prm.128a, cf. Hdt.9.110: also, like other Verbs of perception, c. part., ξυνιᾶσι τιμώμενοι Democr.95; οὐ συνίης καταναλίσκων; Plu.2.231d; συνῆκα ἡδὺς γεγενημένος Luc.DDeor.2.1, cf. Tim.8.
German (Pape)
[Seite 1025] (s. ἵημι), impf. oft συνΐειν, s. Jac. Ach. Tat. p. 442; Hom. hat imperat. praes. ξυνίει, Od. 1, 271. 6, 289. 8, 241. 15, 391. 19, 378, wofür Theogn. 1240 die zw. Form ξύνιε hat; impf. ξύνιον, Il. 1, 273, mit der v.l. ξύνιεν (d. i. = ξυνίεσαν), die Aristarch vorzog und Spitzner und Bekker aufgenommen haben; aor. ξυνέηκε, oft, u. imperat. aor. II. ξύνες, Il. 2, 26. 24, 133; vom aor. II. med. ξύνετο, Od. 4, 76, u. conj. συνώμεθα, Il. 13, 381; der inf. praes. lautet bei Hes. Th. 831 συνιέμεν; bei Theogn. 563 συνιεῖν; inf. aor. II. bei Pind. P. 3, 80 συνέμεν; impf. συνίευν I. 7, 31; praes. συνιοῦσι, für συνιᾶσι, Lachm. συνίουσι, Matth. 13, 13. – 1) zusammenschicken, zusammenbringen, bes. im feindlichen Sinne, feindselig an einander bringen, zusammenhetzen; τίς σφωε ἔριδι ξυνέηκε μάχεσθαι; Il. 1, 8; οὓς ἔριδος μένεϊ ξυνέηκε μάχεσθαι, 7, 210. – 2) vernehmen, hören; νῦν ξυνίει, Od. 1, 271. 15, 391; τινός τι, σὺ δ' ὧδ' ἐμέθεν ξυνίει ἔπος, 6, 289, vernimm von mir das Wort, wie ὁ δὲ ξυνέηκε θεᾶς ὄπα, Il. 2, 182; καὶ μέν μευ βουλέων ξύνιεν, 1, 273; vgl. εἰ τὸν Αἵμονος φθόγγον συνίημι, Soph. Ant. 1203; auch mit bloßem gen. der Person, νῦν δ' ἐμέθεν ξύνες, Il. 2, 26, wie Od. 18, 34, wo es allgemeiner »wahrnehmen«, »bemerken« ist; auch τοῦ δ' ἀγορεύοντος ξύνετο ξανθὸς Μενέλαος, 4, 76; φθέγγονθ' ὥςτε θεοῖσι συνιἑ μεν, sie ertönen so, daß sie den Göttern vernehmbar werden, Hes. Th. 831; Pind. vrbdt λόγων συνέμεν κορυφάν, P. 3, 80; λόγον ὁ μὴ ξυνιεἰς, N. 4, 31; οὐ ξυνεὶς δόλον Ἕλληνος ἀνδρός, Aesch. Pers. 353; οὔπω ξυνῆκα, Ag. 1083; μηχανήν, verstehen, 1226, u. öfter, wie Soph., z. B. ἦ καὶ ξυνίης καὶ λέγεις ὀρθῶς ἃ φῄς; Ant. 399; Eur. συνῆκα θέσφατα, Phoen. 425, u. öfter; auch med., τίς οὐ τάδε ξυνήσεται, Ion 694; συνήκατε, Ar. Ach. 101, u. öfter; in Prosa: ἐγὼ δοκέω συνιέναι τὸ γεγονός, Her. 3, 63, verstehen, wie 3, 46; τὸν δὲ συνέντα τοῦτο, 1, 24; sonst c. gen., συνῆκαν ἀλλήλων, 4, 114; οὐδὲν συνήσουσι Πέρσαι τῶν ἐγὼ ὑμῶν ἐντέλλομαι, 9, 98; ἐπειδὰν θᾶττον συνίῃ τις τὰ λεγόμενα, sobald Einer das, was gesagt wird, versteht, Plat. Prot. 325 c, wie ἐπειδὰν μέλλωσισυνήσειν τὰ γεγραμμένα, ib. e; Theaet. 184 a u. öfter; συνιέναι ταὐτὸν παντάπασι τῷ ἐπίστασθαι, Crat. 412 a; ὥς τι συνιέντες ἀλλήλων, Theaet. 196 e; τὰ μήπω φωνῆς ξυνιέντα παιδία, Legg. VII, 791 e, vgl. Alc. I, 132 c, wo überall neben dem äußern sinnlichen Wahrnehmen auch an das innere geistige zu denken ist; ὅσοι ἀλλήλων ξυνίεσαν, Thuc. 1, 3, so viele sich verstanden, d. h. dieselbe Sprache redeten; διὰ τὸ μηδέν πω συνεικέναι τῶν ἐν Ἰταλίᾳ γεγονότων, Pol. 5, 101, 2; συνιέναι ἁπάντων καίτοι μὴ ἐπακούοντα τῶν ᾀδομένων, Luc. de salt. 64; δοκεῖς συνεῖναι πεπειραμένος, Prom. 6; συνεὶς ὁ Βροῦτος τὸ πεπρωμένον, Plut. Caes. 69. – 3) med. sich worüber vereinigen, verständigen, worüber unter sich übereinkommen, ὄφρα συνώμεθα ἀμφὶ γάμῳ, Il. 13, 381.
French (Bailly abrégé)
impf. συνίην et συνίειν, f. συνήσω, ao. συνῆκα, ao.2 σύνην, pf. συνεῖκα;
litt. envoyer ou lancer ensemble ou l'un contre l'autre, d'où :
I. mettre aux prises, acc.;
II. rapprocher par la pensée, càd :
1 faire attention à, écouter, gén. ou acc.;
2 comprendre, se rendre compte de : ἀλλήλων HDT se comprendre les uns les autres ; avec un part. : οὐ συνῆκα γεγενημένος LUC je ne m'aperçus pas que j'étais devenu;
Moy. συνίεμαι (f. συνήσομαι, ao. συνείμην, etc.) s'entendre, s'accorder.
Étymologie: σύν, ἵημι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-ίημι ook ξυνιημι [σύν, ἵημι] act. met acc., van persoon bijeenbrengen:. τίς... σφωε θεῶν ἔριδι ξυνέηκε μάχεσθαι; wie van de goden bracht hen in twist bijeen om te vechten? Il. 1.8. met acc., van zaken (informatie) vernemen, kennis nemen (van), luisteren naar (iets):; ἐμέθεν ξυνίει ἔπος luister naar mijn woorden Od. 6.289; met ὡς -bijzin; ξύνες... τήνδ’ ὡς ἀγηθὴς... χωρεῖ πρὸς ἡμᾶς γραῖα merk op hoe vreugdeloos deze oude vrouw naar ons toeloopt Soph. Tr. 870; ook abs..; σιγῇ νῦν ξυνίει luister nu in stilte Od. 15. 391; inzien, begrijpen:. ξυνῆκας je hebt het begrepen Aeschl. Suppl. 467; οὐ ξυνεὶς δόλον... ἀνδρὸς aangezien hij de list van de man niet had doorzien Aeschl. Pers. 361. met gen. (een geluid) horen, luisteren naar (iem.), (iem.) verstaan:. τοῖϊν δὲ ξυνέηχ’ hij hoorde hen beiden Od. 18.34; μευ βουλέων ξύνιεν ze luisterden naar mijn raadgevingen Il. 1.273; (φωναί) φθέγγονθ’ ὥς τε θεοῖσι συνιέμεν (de stemmen) maakten een geluid dat voor de goden te verstaan was Hes. Th. 831; οἱ... Ἕλληνες... ὅσοι ἀλλήλων ξυνίεσαν ald die Grieken die elkaar verstonden Thuc. 1.3.4. med. tot een akkoord komen:. ὄφρ’ ἐπὶ νηυσὶ συνώμεθα... ἀμφὶ γάμῳ opdat we bij de schepen tot een akkoord komen over het huwelijk Il. 13.381. met gen. horen, verstaan:. τοῦ δ’ ἀγορεύοντος ξύνετο hij (Menelaus) verstond wat hij (Telemachus) zei Od. 4.76.
Russian (Dvoretsky)
συνίημι: (fut. συνήσω, impf. συνίην и συνίειν, aor. συνῆκα, aor. 2 σύνην, pf. συνεῖκα)
1 сводить (σ. τινας μάχεσθαι Hom.): συνέσθαι ἀμφὶ γάμῳ Hom. договориться насчет брака;
2 редко med. слышать, воспринимать (θεᾶς ὄπα Hom.; τὸν Αἵμονος φθόγγον ξ. Soph.);
3 внимать, слушать: εἰ δ᾽ ἄγε νῦν ξυνίει Hom. ну слушай же; μεῦ βουλέων ξύνιεν Hom. они внимали моим советам;
4 замечать (τοῖϊν ξυνέηκε Hom.): οὐ συνῆκα ἡδύς τινι διὰ σὲ γεγενημένος Luc. я не заметил, чтобы стал из-за тебя кому-л. приятным;
5 понимать (Hom., Arph.; σ. ἀλλήλων Her.): ξ. ἑλληνιστί τὰ πλεῖστα Xen. понимать по-гречески почти все; ξυνῆκα τοὖπος Soph. я понял (твою) речь; ξυνιέντες τὰ ναυτικά Xen. знающие морское дело; ἀκούετε καὶ συνίετε NT слушайте и разумейте.
Greek (Liddell-Scott)
συνίημι: Ἀττικ. ξυν-, β΄ πρόσωπ. ξυνίης Σοφ. Ἠλ. 1347, Ἀριστοφ. Πλ. 45, Πλάτ. Σοφιστ. 238Ε (διάφορ. γραφ. ξυνιεῖς)· γ΄ ἑνικ. καὶ πληθ. συνιεῖ, συνιοῦσι Ἑβδ., Καιν. Διαθ.· προστ. ξυνίει Ὀδ. Α. 271, κτλ.· γ΄ ὑποτακτ. συνίῃ (κοινῶς -ιῇ) Πλάτ. Πρωτ. 325C· ἀπαρ. συνιέναι, Ἐπικ. -ῑέμεν Ἡσ. Θεογ. 831· μετοχ. συνιεὶς Ἀριστοφ. Λυσ. 1016, Πλάτ., κλπ.· ἡμαρτημένως συνίων παρὰ Θεοδ. Στουδ.· ― παρατ. συνίην (ἢ μᾶλλον συνίειν Ἰακώψ. εἰς Ἀχιλλ. Τάτ. σ. 442), Λουκ. Θεῶν Διάλ. 6. 2, Φιλοψ. 39· γ΄ ἑνικ. συνίει, Ξεν. Ἀν. 7, 6, 8· γ΄ πληθ. ξυνίεσαν Θουκ. 1. 3, Ἐπικ. ξύνιεν Ἰλ. Α. 273· ― μέλλ. συνήσω Ἡρόδ. 9. 98, Ἀττικ. -ἀόρ. α΄ συνῆκα (ἐν τῇ ὁριστικ.) Αἰσχύλ. Ἀγ. 1112, 1243. κλπ.· Ἐπικ. ξυνέηκα Ὅμ.· ἐξυνῆκα, ἐσυνῆκα Ἀλκαῖ. 126, Ἀνακρ. ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμολ.· ἀλλὰ προστ. ἀορ. β΄ ξύνες, Σοφ. Τρ. 868· μετοχ. συνείς, Ἡρόδ. 1. 24., 5. 92, 3 καὶ 7, Αἰσχύλ. Πέρσ. 361· ― πρκμ. συνεῖκα Πολύβ. 5. 101, 2, κλπ. ― Παρ’ Ὁμ. εὑρίσκομεν τοῦ ἐνεστῶτος μόνον τὴν προστ. ξυνίει· τοῦ δὲ παρατ. τὸ γ΄ πληθ. ξύνιεν ἀντὶ ξυνίεσαν, Ἰλ. Α. 273· τοῦ ἀορ. α΄, Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. ξυνέηκε· τοῦ ἀορ. β΄ προστ. ξύνες Ἰλ. Β. 26, κ. ἀλλ.· τοῦ μέσου ἀορ. β΄, γ΄ ἑνικ. ξύνετο Ὀδ. Δ. 76· ὑποτ. α΄ πληθ. συνώμεθα Ἰλ. Ν. 381· ― ἅπαντα ταῦτα πλὴν τοῦ τελευταίου τύπου μετὰ τοῦ Ἀττικ. ξυν-, ἂν καὶ σπανίως τοῦτο ἀπαιτεῖ τὸ μέτρον. ― Προσέτι δύναται νὰ σημειωθῇ ἀρχαῖόν τι ἀπαρέμφατ. ἐνεστ. συνιεῖν Θέογν. 565· Δωρ. ἀπαρ. ἀορ. β΄ ξυνέμεν Πινδ. Π. 3. 141. [Ὡς ἐν τῷ ἵημι, ἡ α΄ συλλαβὴ εἶναι βραχεῖα παρ’ Ἐπικ., μακρὰ δὲ παρὰ τοῖς Ἀττικ.· ὁ Ἡσίοδ. ὅμως ἔχει συνῑέμεν (χάριν τοῦ μέτρου)· ὁ δὲ Σοφ. ξυνῐημι ἐν δακτυλικῷ στίχῳ, Ἠλ. 131· καὶ ὁ Ἀριστοφ. ξυνῐημ’ ἐν ἰαμβικ. τριμέτρῳ, Ὄρν. 946]. Ι. πέμπω ὁμοῦ, συνελαύνω, συγκρούω, ἐπὶ ἐχθρικῆς σημασίας, ὡς τὸ συμβάλλω, Λατ. committere, τίς τ’ ἄρ’ σφωε... ἔριδι ξυνέηκε μάχεσθαι; Ἰλ. Α. 8· οὓς ἔριδος μένεϊ ξυνέηκε μάχεσθαι Η. 210· ἀλλά, ἀμφοτέρῃς... ἕνα ξυνέηκεν ὀϊστόν, ἐξετόξευσεν ἓν βέλος ἐναντίον ἀμφοτέρων ὁμοῦ, Μουσαῖος 18. 2) Μέσ., ἔρχομαι ὁμοῦ, ἔρχομαι εἰς συμφωνίαν, καταλήγω εἰς συμφωννίαν, ὄφρα... συνώμεθα... ἀμφὶ γάμῳ Ἰλ. Ν. 381· ἐντεῦθεν τὰ ὀνόματα: συνήμων, συνημοσύνη. ΙΙ. μεταφορ., ἴδε ἐν τέλει), ἀντιλαμβάνομαι, ἀκούω, συχν. παρ’ Ὁμήρ. (ὅστις ἔχει καὶ τὸ μέσον ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας, ἀγορεύοντος ξύνετο, «συνῆκεν, ἤκουσεν, ᾔσθετο» (Σχόλ.), Ὀδ. Δ. 76)· ὣς φάθ’, ὁ δὲ ξυνέηκε Ἰλ. Ο. 442· εἰ δ’ ἄγε νῦν ξυνίει Ὀδ. Α. 271. ― Συντάσσεται δὲ περίπου ὡς τὸ ἀκούω, μετ’ αἰτιατ. πράγμ., ξυνέηκε θεᾶς ὄπα φωνησάσης Ἰλ. Β. 182· ἐμέθεν ξυνίει ἔπος Ὀδ. Ζ. 289, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 1218, Ἀριστοφ. Εἰρ. 603· μετὰ γενικ. προσ., νῦν δ’ ἐμέθεν ξύνες ὦκα Ἰλ. Β. 26· καὶ κωφοῦ ξυνίημι Χρησμὸς παρ’ Ἡροδότῳ 1. 47· σπανίως μετὰ γεν. πράγμ., μεῦ βουλέων ξύνιεν Ἰλ. A. 273. 2) καταλαμβάνω, μανθάνω τι, παρατηρῶ, τοῖϊν δὲ ξυνέηχ’ ἱερὸν μένος Ἀντινόοιο Ὀδ. Σ. 34· τῶν δὲ σὺ μὴ σύνιε Θέογν. 1240Β· μετ’ ἐξηρτημένης προτάσεως, ξύνες δὲ τήνδ’, ὡς... χωρεῖ Σοφ. Τραχ. 868· ἀπολ., πολλά με καὶ συνιέντα παρέρχεται Θέογν. 419. 3) ἐννοῶ, καταλαμβάνω, ἐπεὶ δὲ συνῆκαν ἀλλήλων, ὅτε δὲ ἐδυνήθησαν νὰ ἐννοήσωσι τὴν γλῶσσαν ἀλλήλων, Ἡρόδ. 4. 114, Θουκ. 1. 3· εὖ λέγοντος... τοῦ Δελφικοῦ γράμματος οὐ ξ. Πλάτ. Ἄλκ. 132C, πρβλ. Νόμ. 791Ε· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ μόνης αἰτιατ. πράγματ., Ἡρόδ. 3, 46, Πινδ. Π. 3. 141, Αἰσχύλ. Πέρσ. 361. κτλ· ξυνῆκα τοὖπος ἐξ αἰνιγμάτων ὁ αὐτ. ἐν Χο. 887. πρβλ. Ἀγ. 1243, Σοφ. Ἠλ. 1479· ξ. δὲ αὐτὸς Ἑλληνιστὶ τὰ πλεῖστα Ξεν. Ἀνάβ. 7. 6. 8· δι’ ἑρμηνέων ξ. τι ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 6, 2· συνιέντες τὰ ναυτικὰ ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 1. 6, 4· ― ἀπολ., τοῖς ξυνιεῖσι, εἰς τοὺς ἐννοοῦντας, εἰς τοὺς νοήμονας, Θέογν. 904· ἐν κωμικοῖς διαλόγοις παρενθετικῶς, συνίης; ὡς τὸ μανθάνεις, Λατ. tenes? καταλαμβάνεις; ὄξος λαβὼν ἢν εἰς λεκάνην τιν’ ἐγχέας ψυχρόν, ξυνίης (διάφ. γρ. ξυνιεῖς); Ἄλεξις ἐν «Λέβητι» 5, 6· οὐκ ἐνδέχεται γὰρ ζῆν ἄνευ καλοῦ τινος τοῦτον· συνίης (διάφ. γρ. συνιεῖς); Δίφιλος ἐν «Ἐμπόρῳ» 1. 13· ― ὁμοίως μετ’ ἐξηρτημένης προτάσεως, ξυνίημ’, ὅτι βούλει Ἀριστοφ. Ὄρν. 946· σ. τὸ γράμμα ὃ βούλεται Πλάτ. Παρμ. 128A, πρβλ. Ἡρόδ. 9. 110· ― παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις ὁμοίως πρὸς ἄλλα ῥήματα κατανοήσεως σημαντικὰ μετὰ κατηγορημ. μετοχῆς, οὐ συνίης καταναλίσκων Πλούτ. 2. 231D· συνῆκα ἡδὺς γεγενημένος Λουκ. Θεῶν Διάλ. 2. 1, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Τίμ. 8. ― Ἡ λέξις ἐν τῇ μεταφορ. ταύτῃ ἐννοίᾳ φαίνεται ὅτι σημαίνει φέρω τὸ ἐξωτερικὸν ἀντικείμενον εἰς σχέσιν πρὸς τὴν ἐσωτερικήν μου ἀντίληψιν. ― Ἴδε Κόντου Διορθωτικὰ ἐν Ἐπετηρίδι τοῦ Ἐθν. Πανεπιστημίου 1906 σ. 19 κἑξ., καὶ Κόβητον ἐν Λογίῳ Ἐρμῇ τόμ. Α΄, σ. 485.
English (Autenrieth)
imp. ξυνίει, ipf. 3 pl. ξύνιεν, aor. ξυνέηκε, imp. ξύνες, mid. aor. ξύνετο, subj. συνώμεθα: let go with.—I. act., send or bring together, especially in hostile ways, Il. 1.8, Il. 7.210; metaph., mark, attend to, hear (cf. conicere), w. acc., sometimes gen., of person or of thing, Il. 1.273, Il. 2.26.— II. mid., agree, covenant, Il. 13.381; also like act., mark, Od. 4.76.
English (Slater)
συνῐημι understand εἰ δὲ λόγων συνέμεν κορυφάν, Ἱέρων, ὀρθὰν ἐπίστᾳ (P. 3.80) ἀπειρομάχας ἐών κε φανείη, λόγον ὁ μὴ συνιείς (Boeckh: ξυνιείς codd.) (N. 4.31) σύνες ὅ τοι λέγω fr. 105. 1.
English (Strong)
from σύν and hiemi (to send); to put together, i.e. (mentally) to comprehend; by implication, to act piously: consider, understand, be wise.
Greek Monolingual
ΜΑ, και αττ. τ. ξυνίημι Α ἵημι
1. εννοώ, αντιλαμβάνομαι (α. «ὁ δὲ παράνομος Ἰούδας οὐκ ἠβουλήθη συνιέναι», Όρθρ. Μεγ. Παρασκ.
β. «πρὸς τὸ συνιέναι ἡμᾶς τὸν Ἰησούν», Ειρην.
γ. «οὔπω ξυνῆκα», Αισχύλ.
δ. «εὖ λέγοντος οἷ νῦν δὴ ἐμνήσθημεν τοῦ Δελφικοῦ γράμματος οὐ ξυνίεμεν», Πλάτ.)
2. συλλαμβάνω αμυδρά με τον νου («συνιέντα μὴ δ' ἀκριβοῦντα», Ωριγ.)
αρχ.
1. στέλνω μαζί («τίς τ' ἄρ' σφῶε.. ἔριδι ξυνέηκε μάχεσθαι», Ομ. Ιλ.)
2. ακούω («ξυνέηκε θεᾱς ὄπα φωνησάσης», Ομ. Ιλ.)
3. καταλαβαίνω ή παρατηρῶ κάτι («πολλά με καὶ συνιέντα παρέρχεται», Θέογν.)
4. (το μεσ.) συνίεμαι- συνομολογώ συμφωνία, έρχομαι σε συμφωνία με κάποιον.
Greek Monotonic
συνίημι: Αττ. ξυν-, βʹ πρόσ. -ίης· γʹ ενικ. και πληθ. -ιεῖ, -ιοῦσι· προστ. ξυνίει· γʹ ενικ. υποτ. -ίῃ· απαρ. -ιέναι, Επικ. -ῑέμεν· μτχ. -ιείς· παρατ. συνίην ή -ίειν· γʹ πληθ. ξυνίεσαν, Επικ. ξύνιεν· μέλ. συνήσω, αόρ. αʹ συνῆκα, Επικ. ξυνέηκα· προστ. αορ. βʹ σύνες, μτχ. συνείς· — Μέσ., γʹ ενικ. αορ. βʹ ξύνετο, αʹ πληθ. υποτ. συνώμεθα·
I. 1. οδηγώ ή στέλνω μαζί σε σύγκρουση, με εχθρική σημασία, όπως το Λατ. committere· ἔριδι ξυνέηκε μάχεσθαι, σε Ομήρ. Ιλ.
2. Μέσ., έρχομαι ή καταλήγω στο ίδιο σημείο, έρχομαι σε συμφωνία, στο ίδ.
II. 1. μεταφ., αντιλαμβάνομαι, ακούω, με αιτ. πράγμ., σε Όμηρ. κ.λπ.
2. αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, εννοώ· ξυνίημι ἀλλήλων, καταλαβαίνω τη γλώσσα των άλλων, την ξένη γλώσσα, σε Ηρόδ.· κατά κανόνα με αιτ. πράγμ., στον ίδ., Αττ.· απόλ., τοῖς ξυνεῖσι, σε αυτούς πουυ καταλαβαίνουν, στους νοήμονες, στους εχέφρονες, σε Θέογν.
Middle Liddell
Attic ξυν 2 pers. -ίης 3rd sg. and pl. -ιεῖ, -ιοῦσι imperat. ξυνίει 3rd sg. subj. -ίῃ inf. -ιεῖ epic -ῑέμεν part. -ιείς imperf. συνίην or -ίειν 3rd pl. ξυνίεσαν epic ξύνιεν fut. συνήσω aor1 συνῆκα epic ξυνέηκα aor2 imperat. συνές part. συνείς Mid., 3 sg. aor2 ξύνετο, 1st pl. subj. συνώμεθα
I. to bring or set together, in hostile sense, like Lat. committere, ἔριδι ξυνέηκε μάχεσθαι Il.
2. Mid. to come together, come to an agreement, Il.
II. metaph. to perceive, hear, c. acc. rei, Hom., etc.; c. gen. pers., Il.; rarely c. gen. rei, Il.
2. to understand, ξ. ἀλλήλων to understand one another's language, Hdt.; mostly c. acc. rei, Hdt., Attic:—absol., τοῖς ξυνιεῖσι to the intelligent, Theogn.
Chinese
原文音譯:sun⋯hmi 尋-衣誒米
詞類次數:動詞(26)
原文字根:共同-放 相當於: (בִּין)
字義溯源:建立,明白,曉得,懂得,通達,感覺;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(Ἰεχονίας)X*=送)組成,而 (Ἰεχονίας)X出自(εἰμί)X*=行走,去)。參讀 (αἰσθάνομαι) (εὑρίσκω)同義字
同源字:1) (ἀνίημι)鬆開 2) (ἀσύνετος)無智力的 3) (ἀφίημι / ἐναφίημι)遣去 4) (ἐγκάθετος)暗中引進 5) (καθίημι)降下 6) (παρίημι)放過去 7) (σύνεσις)建立智力 8) (συνετός)建立智力的
出現次數:總共(26);太(9);可(5);路(4);徒(4);羅(2);林後(1);弗(1)
譯字彙編:
1) 明白(14) 太13:13; 太13:14; 太15:10; 太17:13; 可4:12; 可8:17; 路2:50; 路8:10; 路24:45; 徒7:25; 徒7:25; 徒28:26; 徒28:27; 弗5:17;
2) 明白的(2) 太13:19; 羅3:11;
3) 通達的(1) 林後10:12;
4) 他們⋯曉得(1) 太16:12;
5) 他們⋯明白(1) 可6:52;
6) 你們⋯明白(1) 可8:21;
7) 將要明白(1) 羅15:21;
8) 要明白(1) 可7:14;
9) 來明白(1) 太13:15;
10) 明白了(1) 太13:23;
11) 你們都明白麼(1) 太13:51;
12) 懂得(1) 路18:34