τό, Dim. of ξυρόν, Daimach.4 J.(pl.).
[Seite 282] τό, dim. von ξυρόν, Sp.
ξύριον: τό, ὑποκορ. τοῦ ξυρόν. Θεόδ. Πρόδρ. ἐν Notitt. Mss. τ. 8, μέρ. 2, σ. 139.
ξύριον, τὸ (ΑΜ) ξυρόνμικρό, λεπτό ξυράφι.