ξυράφι

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267

Greek Monolingual

και ξουράφι, το (ΑΜ ξυράφιον)
όργανο με χαλύβδινη λεπίδα με το οποίο γίνεται το ξύρισμα
νεοελλ.
1. πολύ λεπτή μεταλλική λεπίδα που τοποθετείται σε ξυριστική μηχανή, ξυραφάκι
2. μτφ. (για πρόσ.) πολύ έξυπνος, πολύ εύστροφος («έχει μυαλό ξυράφι»)
3. φρ. «στην κόψη του ξυραφιού» — σε πολύ κρίσιμο σημείο
4. παροιμ. «σπανός ξουράφια αγόραζε» — λέγεται για ανθρώπους που ζητούν πράγματα τα οποία είναι άχρηστα
μσν.-αρχ.
χειρουργικό μαχαίρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυρόν «ξυράφι» + υποκορ. κατάλ. -άφιον (πρβλ. ξυλάφιον, χρυσάφιον). Στον τ. ξουράφι το -υ- εμφανίζει την αρχαία προφορά του ως / u / = ου (πρβλ. κύτος / κυτίον —κουτί, μύσταξμουστάκι, τύμπανοτούμπανο, σύρω σούρ(ν)ω)].