ξυράφι
ἄμμες δὲ γ' ἐσσόμεσθα πολλῷ κάρρονες → and we shall be better by far | we shall be sometime mightier men by far than both | sometime we shall become much better than you | so we shall be, and braver far
Greek Monolingual
και ξουράφι, το (ΑΜ ξυράφιον)
όργανο με χαλύβδινη λεπίδα με το οποίο γίνεται το ξύρισμα
νεοελλ.
1. πολύ λεπτή μεταλλική λεπίδα που τοποθετείται σε ξυριστική μηχανή, ξυραφάκι
2. μτφ. (για πρόσ.) πολύ έξυπνος, πολύ εύστροφος («έχει μυαλό ξυράφι»)
3. φρ. «στην κόψη του ξυραφιού» — σε πολύ κρίσιμο σημείο
4. παροιμ. «σπανός ξουράφια αγόραζε» — λέγεται για ανθρώπους που ζητούν πράγματα τα οποία είναι άχρηστα
μσν.-αρχ.
χειρουργικό μαχαίρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυρόν «ξυράφι» + υποκορ. κατάλ. -άφιον (πρβλ. ξυλάφιον, χρυσάφιον). Στον τ. ξουράφι το -υ- εμφανίζει την αρχαία προφορά του ως / u / = ου (πρβλ. κύτος / κυτίον —κουτί, μύσταξ —μουστάκι, τύμπανο —τούμπανο, σύρω σούρ(ν)ω)].