ξύστρον

German (Pape)

[Seite 283] τό, = ξύστρα, Werkzeug zum Schaben, Abkratzen, Poliren, Sp., wie D. Sic. 17, 53.

Greek (Liddell-Scott)

ξύστρον: τό, = ξυστήρ, ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ Θωμ. Μαγίστρ. 643· ― ὁ Διόδ. 17. 53 μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ἐπὶ δρεπάνων προσηρμοσμένων εἰς ἅρματα.