ογκόμετρο

Greek Monolingual

το
φυσ. όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του όγκου διαφόρων σωμάτων, καθώς και για την εύρεση της πυκνότητας και του ειδικού βάρους τών στερεών, χωρίς να απαιτείται η βύθιση του μετρούμενου σώματος σε ένα υγρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. oncometer (< όγκος [Ι] + μέτρο). Η λ. μαρτυρείται, στον λόγιο τ. ὀγκόμετρον, από το 1886 στον Α. Σπαθάρη].