οδοντοτριπτικός

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που είναι κατάλληλος για τον καθαρισμό τών δοντιών με τριβή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + τρίβω. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη].