οδοντόγναθα

Greek Monolingual

τα
ζωολ. τάξη εντόμων στην οποία ανήκουν οι λιθελλούλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. odontognathae < ὀδούς, ὀδόντος + γνάθος].