οδοντόπαστα

Greek Monolingual

η
πολτώδες φαρμακευτικό παρασκεύασμα που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό τών δοντιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις].