(Α ὀδυνῶμαι, -άομαι και ιων. τ. ὀδυνῶμαι, -έομαι και ενεργ. τ. ὀδυνῶ, -άω) οδύνηνιώθω ισχυρό πόνο («ὡς οὐδὲν ἥδιον τοῦ παύσασθαι ὀδυνώμενον», Πλάτ.)αρχ.(το ενεργ.) προξενώ σε κάποιον μεγάλη λύπη, τον κάνω να πονέσει.