ο (ΑΜ οἰηματίας)αυτός που έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, αλαζόνας, επηρμένος, καυχησιάρης.[ΕΤΥΜΟΛ. < οἴημα, -ατoς + κατάλ. -ίας (πρβλ. εισοδηματ- ίας)].