οικητήρ

Greek Monolingual

οἰκητήρ, -ῆρος, ὁ, θηλ. οἰκήτειρα (Α)
κάτοικος («οἰκητῆρα τόπων τῶν ἐνθάδε», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκῶ + επίθημα -τήρ (πρβλ. κοσμητήρ, κινητήρ)].