οικοτροφείο

Greek Monolingual

το
1. ίδρυμα στο οποίο παρέχεται στέγη και τροφή με καταβολή χρημάτων
2. δημόσιο ή ιδιωτικό σχολείο στο οποίο διαμένουν και τρέφονται οι μαθητές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οικότροφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στο περιοδικό Αποθήκη τών ωφελίμων και τερπνών γνώσεων].

Translations

ar: مدرسة داخلية; ast: internáu; bg: пансион; ca: internat; cs: internátní škola; da: kostskole; de: Internat; en: boarding school; eo: internulejo; es: internado; et: internaatkool; eu: barnetegi; fa: مدرسه شبانه‌روزی; fi: sisäoppilaitos; fr: internat; gl: internado; gu: આશ્રમશાળા; he: פנימייה; hu: internátus; id: sekolah asrama; it: collegio scolastico; ja: ボーディングスクール; kk: пансиондар; ko: 기숙학교; ky: мектеп-интернат; la: oecotropheum; nl: kostschool; no: kostskole; pl: internat; pt: internato; ro: internat; ru: школа-интернат; sh: internat; simple: boarding school; sl: internat; sr: internat; sv: internatskola; uk: школа-інтернат; uz: internat maktab; vi: trường nội trú; zh: 寄宿学校