οις
Greek (Liddell-Scott)
οις: κατάληξις δοτ. πληθ. πτώσ. τῆς γ΄ κλίσ. ἀντὶ σιν. Ἴδε τὸ ἄρθρον ἤγυς ἐν Συναγωγῇ Ἀθησ. Λέξ. Κουμανούδ.
Greek Monolingual
οἷς (Α)
(αναφ. επίρρ.) βλ. οι (II).
οις: κατάληξις δοτ. πληθ. πτώσ. τῆς γ΄ κλίσ. ἀντὶ σιν. Ἴδε τὸ ἄρθρον ἤγυς ἐν Συναγωγῇ Ἀθησ. Λέξ. Κουμανούδ.
οἷς (Α)
(αναφ. επίρρ.) βλ. οι (II).