κατάληξις

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάληξις Medium diacritics: κατάληξις Low diacritics: κατάληξις Capitals: ΚΑΤΑΛΗΞΙΣ
Transliteration A: katálēxis Transliteration B: katalēxis Transliteration C: kataliksis Beta Code: kata/lhcis

English (LSJ)

καταλήξεως, ἡ,
A ending, termination, S.E.M.10.61, Nicom.Ar. 1.13.13; ἡ εἰς ο κ. A.D.Pron.29.17.
2 cadence or close of a period, Longin.41.2, Demetr.Eloc.19; final syllable, D.H.Comp.18.

German (Pape)

[Seite 1360] ἡ, das Aufhören, S. Emp. adv. phys. 2, 61; das Ende, der Schluß, bes. der Schluß eines Verses, Gramm. u. Schol. oft.

French (Bailly abrégé)

καταλήξεως (ἡ) :
t. de gramm. terminaison d'un mot ; syllabe finale d'un vers.
Étymologie: καταλήγω.

Greek (Liddell-Scott)

κατάληξις: καταλήξεως, ἡ, παῦσις, τέλος, τέρμα, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 61. 2) ἡ τελευταία συλλαβὴ στίχου, Λογγῖνος 41. 2· κυρίως, ὁ τελευταῖος ποὺς ὅταν εἶναι ἐλλιπὴς κατὰ μίαν συλλαβὴν ἢ πλείονας, «συλλαβὴ ἀντὶ ὅλου ποδὸς παραλαμβανομένη» Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 18.

Russian (Dvoretsky)

κατάληξις: καταλήξεως ἡ окончание, конец Sext.