οιστροπλάνεια

Greek Monolingual

οἰστροπλάνεια, ἡ (Α)
(για την Εκάτη) αυτή που προκαλεί περιπλανήσεις οι οποίες οφείλονται σε παραφροσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + πλανῶμαι].