οιστρώδης

Greek Monolingual

οἰστρώδης, -ῶδες (Α) οίστρος
μανιώδης, παράφρων («δι' ἐπιθυμίας οἰστρώδεις ἐπιχειρεῖ κρατεῖν», Πλάτ.).