οκτάεδρος
Greek Monolingual
και οχτάεδρος, -η, -ο (Α ὀκτάεδρος, -ον)
1. αυτός που έχει οκτώ έδρες
2. το ουδ. ως ουσ. το οκτάεδρο
γεωμετρικό σχήμα που έχει οκτώ έδρες
νεοελλ.
φρ. «κανονικό οκτάεδρο»
μαθ. ένα από τα πέντε κανονικά πολύεδρα, που έχει οκτώ έδρες οι οποίες είναι ισόπλευρα τρίγωνα, δώδεκα ακμές και έξι κορυφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -εδρος (< ἕδρα)].