Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
οκτάκωλος
Greek Monolingual
ὀκτάκωλος, -ον (Α) 1. (για στροφή ποιήματος) αυτή που αποτελείται από οκτώ στίχους 2. αυτός που αποτελείται από οκτώ κώλα, από οκτώ μέρη ή μέλη. [ΕΤΥΜΟΛ.<ὀκτα- (βλ. λ.οκτώ) +κῶλον «τμήμα περιόδου ή στίχου»].