Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
οκτάξεστος
Greek Monolingual
ὀκτάξεστος, -ον (Α) αυτός που περιέχει οκτώ ξέστες, οκτώ σεξταρίους, αρχαία μονάδα μέτρησης στερεών και υγρών. [ΕΤΥΜΟΛ.<ὀκτα- (βλ. λ.οκτώ) +ζέστης, μονάδα μετρήσεως υγρών και στερεών].