Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
οκτάτονος
Greek Monolingual
ὀκτάτονος, -ον (Α) (για χταπόδι) αυτός που έχει οκτώ πλοκάμους τους οποίους τεντώνει και αρπάζει τη λεία του («ὀκτάτονοι ἕλικες» — τα οκτώ πλοκάμια του χταποδιού, Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ.<ὀκτα- (βλ. λ.οχτώ) +τόνος (<τείνω)].