Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χταπόδι

From LSJ

Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut

Menander, Monostichoi, 218

Greek Monolingual

και οχταπόδι, το Ν
1. ζωολ. κοινή ονομασία της τάξης κεφαλόποδων μαλακίων οκτώποδα, καθώς και του γένους οκτώπους
2. φρ. «θα σέ χτυπήσω [ή θα σέ κοπανίσω] σαν χταπόδι»
i) θα σέ δείρω πολύ άσχημα
ii) μτφ. θα σού επιτεθώ πολύ σκληρά, θα σού κάνω έντονη πολεμική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < -κταπόδι-ον, υποκορ. του ὀκτάπους, με ανομοιωτική τροπή του κλειστού -κ- στο διαρκές -χ- (πρβλ. κτίζω: χτίζω) και σίγηση του αρκτικού άτονου φωνήεντος].