ὀκταπόδης, -ου, ὁ (Α)1. αυτός που έχει μήκος ίσο με οκτώ πόδια2. αυτός που έχει οκτώ πόδια («ὀκταπόδης καρκίνος», Νικ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -πόδης (< πούς, ποδός), πρβλ. επταπόδης].