το (Α ὀλίσθημα) ολισθάνω1. γλίστρημα και πτώση («ὀλίσθημα ἐντέρου εἰς τὸ ὄσχεον», Πολυδ.)2. σφάλμα ή παράπτωμα («η αποστασία του ήταν φοβερό ολίσθημα»)αρχ.εξάρθρωση.