παράπτωμα
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort
English (LSJ)
-ατος, τό,
A false step, slip, blunder, Plb.9.10.6, Phld. Herc.1251.14 (pl.), Longin.36.2.
2 defeat, D.S.19.100.
3 transgression, trespass, LXX Ez.14.13,al., Ev.Matt.6.14, Ep.Gal.6.1, al.
4 error in amount of payments, PTeb.5.91 (ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 496] τό, Fall daneben, Versehen, Verstoß, Pol. 9, 10, 6 u. a. Sp., wie Matth. 6, 14; Niederlage, D. Sic. 19, 100.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 échec, revers;
2 faute, erreur;
3 dérogation, violation;
NT: péché.
Étymologie: παραπίπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παράπτωμα -ατος, τό [παραπίπτω] fout, misstap, zonde:. ἐὰν γὰρ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα want als jullie de mensen hun zonden vergeven NT Mt. 6.14.
Russian (Dvoretsky)
παράπτωμα: ατος τό
1 промах, заблуждение, ошибка, Polyb., NT;
2 поражение, крах Diod.
English (Strong)
from παραπίπτω; a side-slip (lapse or deviation), i.e. (unintentional) error or (wilful) transgression: fall, fault, offence, sin, trespass.
English (Thayer)
παραπτώματος, τό (παραπίπτω, which see);
1. properly, a fall beside or near something; but nowhere found in this sense.
2. tropically, a lapse or deviation from truth and uprightness; a sin, misdeed (R. V. trespass, 'differing from ἁμάρτημα (which see) in figure not in force' (Fritzsche); cf. Trench, § lxvi.): G T omit; WH brackets), R G L; L T Tr WH ἁμαρτίας). (Polybius 9,10, 6; Sept. several times for מַעַל, עָוֶל, פֶּשַׁע, etc.; of literary faults, Longinus, 36,2.)
Greek Monolingual
το, ΝΑ παραπίπτω
1. σφάλμα, πταίσμα
2. παράβαση, αμάρτημα
αρχ.
1. ήττα, καταστροφή
2. (ειδικά) λάθος κατά την πληρωμή χρηματικού ποσού.
Greek Monotonic
παράπτωμα: -ατος, τό (παραπίπτω), σφάλμα, παράβαση, αμαρτία, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
παράπτωμα: τό, σφάλμα, πταῖσμα, Πολύβ. 9.10,6, Λογγῖν. 36.2. 2) ἧττα, Διόδ. 19. 100. 3) παράβασις, ἁμάρτημα, Ἑβδ. (Ἰεζεκιὴλ ΙΔ΄, 13), Εὐαγγ. κ. Ματθ. Ϛ΄, 14, Ἐπιστ. πρὸς Γαλάτ. Ϛ΄,1, κ. ἀλλ.
Middle Liddell
παρά-πτωμα, ατος, τό, παραπίπτω
a false step, a transgression, trespass, NTest.
Chinese
原文音譯:par£ptwma 爬拉-普拖馬
詞類次數:名詞(23)
原文字根:在旁-落
字義溯源:滑出去,過犯,過失,罪行;源自(παραπίπτω)=遺棄);由(παρά)*=旁,出於)與(πίπτω / συμπίπτω)*=落下)組成。參讀 (ἀγνόημα)同義字參讀 (παραπίπτω)同源字
出現次數:總共(20);太(2);可(2);羅(9);林後(1);加(1);弗(3);西(2)
譯字彙編:
1) 過犯(18) 太6:14; 太6:15; 可11:25; 可11:26; 羅4:25; 羅5:15; 羅5:15; 羅5:16; 羅5:17; 羅5:18; 羅5:20; 林後5:19; 加6:1; 弗1:7; 弗2:1; 弗2:5; 西2:13; 西2:13;
2) 過失(2) 羅11:11; 羅11:12
Mantoulidis Etymological
(=σφάλμα, ἁμάρτημα). Ἀπό τό παραπίπτω (=συμπίπτω, συναντῶ) → παρά + πίπτω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.