ολβιόμοιρος

Greek Monolingual

ὀλβιόμοιρος, -ον (Α)
αυτός που έχει ευτυχισμένη μοίρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος «ευτυχισμένος» + -μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. κακό-μοιρος].