ολιγάρκεια

Greek Monolingual

η (ΑΜ ὀλιγάρκεια, Α και ὀλιγαρκία) ολιγαρκής
η ιδιότητα του ολιγαρκούς, η ικανοποίηση με τα λίγα, το να αρκείται κανείς σε λίγα.