ὀλιγάρκεια
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
German (Pape)
[Seite 319] ἡ, Genügsamkeit mit Wenigem, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλιγάρκεια: ἡ, τὸ ἀρκεῖσθαι εἰς ὀλίγα, λιτότης, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ, 576Α· - Παρὰ Βασιλ. ΙΙΙ, 168Β ὀλιγαρκία, - καὶ κατὰ Σουΐδ.: «ὀλιγαρκία, τὸ ἐν ὀλίγοις ἀρκεῖσθαι».
Greek Monolingual
η (ΑΜ ὀλιγάρκεια, Α και ὀλιγαρκία) ολιγαρκής
η ιδιότητα του ολιγαρκούς, η ικανοποίηση με τα λίγα, το να αρκείται κανείς σε λίγα.