ολιγηπελία

Greek Monolingual

ὀλιγηπελία, ἡ (ΑΜ, Α και ιων. τ. ὀλιγηπελίη) ολιγηπελής
αδυναμία, ατονία, λιποθυμία.

Russian (Dvoretsky)

ολῐγηπελία: эп. ὀλῐγηπελίη ἡ бессилие, слабость, изнуренность Hom.