-ές (Μ ολιγοβαρής, -ές)αυτός που έχει λίγο βάρος, ελαφρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -βαρής (< βάρος), πρβλ. ισοβαρής].