Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ολιγομερής
Greek Monolingual
-ές 1. αυτός που αποτελείται από λίγα μέρη 2.το ουδ. ως ουσ.το ολιγομερές πολυμερής χημική ένωση το μόριο της οποίας αποτελείται από μικρό αριθμό μονάδων μονομερούς. [ΕΤΥΜΟΛ.<ολιγ(ο)- (βλ. λ.λιγο-) + -μερής (<μέρος)].