ολιγόχορδος

Greek Monolingual

ὀλιγόχορδος, -ον (Α)
αυτός που έχει λίγες χορδές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -χορδος (< χορδή), πρβλ. ισόχορδος].