Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ὁλκεῖον, δ. γρφ. ὁλκίον, επικ. τ. ὁλκήϊον, τὸ (Α) ολκή1. το οπίσθιο μέρος της πρύμνης του πλοίου2. μεγάλη λεκάνη μέσα στην οποία έπλεναν τα ποτήρια.