Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ολοένα
Greek Monolingual
και ολοέν και ολονέν και ολονένα επίρρ. 1.χωρίςδιακοπή, αδιάκοπα, συνεχώς, διαρκώς 2.συχνά («ολοένα παραπονιέται») 3. ήδη, αυτή τη στιγμή, την ώρα που μιλάμε («ολοένα θά 'ναι στον δρόμο»). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. εκ συναρπαγής από τη φρ. ὅλο(ν) ἕνα].