ολοεργός

Greek Monolingual

ὀλοεργός, -όν (Α)
1. ολοεργής
2. (κατά τον Ησύχ.) «κακοῦργος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλοός (Ι) «καταστρεπτικός» + -εργός (< ἔργον)].