(I)ὁλοκαυτῶ και ὁλοκαυστῶ, -έω (Α) ολόκαυτοςπροσφέρω έμπυρη θυσία από ολομελή θύματα («ἐθύετο καὶ ὡλοκαύτει χοίρους τῷ πατρίῳ νόμῳ», Ξεν.). (II)ὁλοκαυτῶ, -όω (ΑΜ) ολόκαυτοςπροσφέρω έμπυρη θυσία από ολομελή θύματα.