ολοταχής
Greek Monolingual
-ές
αυτός που κινείται με όλη την ταχύτητα που μπορεί να αναπτύξει.
επίρρ...
ολοταχώς
1. με όλη τη δυνατή ταχύτητα, πολύ γρήγορα
2. ναυτικό παράγγελμα για να δοθεί στο πλοίο η μέγιστη δυνατή ταχύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < όλ(ο)- + -ταχής (< τάχος «ταχύτητα»), πρβλ. ισο-ταχής. Η λ. στο επίρρ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].