παράγγελμα
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
English (LSJ)
παραγγέλματος, τό,
A message transmitted by beacons, φλογὸς παραγγέλμασιν A. Ag.480 (lyr.).
II order, word of command, Lys.12.17; παράγγελμα ἐχόντων μὴ χωρίζεσθαι Test. ap. D.21.168; ἀπὸ παραγγέλματος by word of command, Th.8.99; ἐκ π. Plb.1.27.8, etc.; διδόναι τὰ παραγγέλματα Id.10.23.9; ἄρχων παντὸς π. LXX 1 Ki.22.14.
b mobilization order, PHib.1.78 (iii B. C.); mobilization, μὴ εἶναί σε ἐμ βασιλικῷ π. PBaden48.10 (ii B. C.), cf. Ostr.1535 (ii B. C.), PAmh.2.50.5 (ii B. C.).
2 edict of a Roman governor, Wilcken Chr.202 (ii A. D.).
III instruction, precept, Democr.208, X.Cyn.13.9, Arist. Insomn.458b21; τὰ δικανικὰ παραγγέλματα Id.Rh.Al.1421b4; τὰ παραγγέλματα ὡς δεῖ ζῆν Zeno Stoic.1.57; παραγγέλματα σοφιστικά Phld.Rh.1.89 S.; τὸ παράγγελμα τῶν τεχνῶν D.H.Comp.25; τεχνικὰ παραγγέλματα Longin.2.1; τούτῳ δέδωκεν ὁ Ζεὺς π. SIG985.12 (Philadelphia, i A. D.); distinguished from τόπος, Thphr. Fragmenta 70.
German (Pape)
[Seite 473] τό, Ankündigung, Botschaft; φλογός, vom Feuerzeichen, Aesch. Ag. 480; Befehl, bes. bei den Soldaten, Thuc. 8, 99; διδόναι τὸ παρ., Pol. 10, 21, 9; ἐκ παραγγέλματος, 1, 27, 8 u. öfter; auch = Lehre, Xen. Cyn. 13, 19 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
παραγγέλματος (τό) :
avis, avertissement ; commandement, ordre.
Étymologie: παραγγέλλω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παράγγελμα παραγγέλματος, τό [παραγγέλλω] boodschap. bevel:; ἀπὸ παραγγέλματος αἰφνιδίου op een plotseling bevel Thuc. 8.99.1; decreet:. ἦν … ἐξενηνεγμένον παράγγελμα περὶ τοῦ Μαρίου een decreet over Marius was uitgevaardigd Plut. Mar. 38.3. voorschrift, les:. πατρὸς σωφροσύνη μέγιστον τέκνοις παράγγελμα de zelfbeheersing van de vader is de beste les voor de kinderen Democr. B 208; ἦν … παραγγελμάτων αὐτοῦ πολλὰ τοῖς Πυθαγορικοῖς ἐοικότα veel van zijn voorschriften vertoonden gelijkenis met de voorschriften van Pythagoras Plut. Num. 14.6.
Russian (Dvoretsky)
παράγγελμα: παραγγέλματος τό
1 возвещение, объявление, весть: φλογὸς παραγγέλματα Aesch. огненные (световые) сигналы;
2 приказ, приказание, команда (ἀπὸ παραγγέλματος Thuc.; ὥσπερ ἐκ παραγγέλματος Plut.);
3 наставление, совет Xen., Arst.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ παραγγέλλω
2. πρόσταγμα, διαταγή (α. «στρατιωτικό παράγγελμα» β. «τῶν τριηράρχων ἐχόντων παράγγελμα μὴ χωρίζεσθαι», Δημοσθ.)
2. επιταγή, εντολή, παραίνεση, συμβουλή, («ηθικό παράγγελμα»)
νεοελλ.
(νομ.) (στο βυζαντινορρωμαϊκό δίκαιο) διάταξη σχετική με την προστασία της νομής
αρχ.
1. μήνυμα, άγγελμα μεταβιβαζόμενο με διαφόρους τρόπους, όπως λ.χ. με πυρσούς («φλογὸς παραγγέλμασιν νέοις πυρωθέντα καρδίαν», Αισχύλ.)
2. προσταγή για κινητοποίηση
3. κινητοποίηση
4. διάταγμα Ρωμαίου ή Βυζαντινού αυτοκράτορα, έδικτο
5. κανόνας («τὰ παραγγέλματα ὡς δεῖ ζῆν», Ζήν.)
6. φρ. α) «ἐκ παραγγέλματος» — κατόπιν διαταγής
β) «δίδωμι τὰ παραγγέλματα» — εκδίδω τις διαταγές
γ) «ἄρχων τοῦ παραγγέλματος» — αξιωματούχος που είχε το δικαίωμα έκδοσης διαταγών.
Greek Monotonic
παράγγελμα: -ατος, τό,
I. 1. μήνυμα που μεταφέρεται μέσω πυρσών, σε Αισχύλ.
II. διαταγή, εντολή, ἀπὸ παραγγέλματος, με πρόσταγμα, σε Θουκ.
III. διδασκαλία, συμβουλή, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
παράγγελμα: τό, ἄγγελμα διαβιβαζόμενον διὰ πυρσῶν, φλογὸς παραγγέλμασιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 480. ΙΙ. πρόσταγμα, διαταγή, Λυσ. 121. 34· παράγγελμα ἐχόντων μὴ χωρίζεσθαι παρὰ Δημ. 569. 1· ἀπὸ παραγγέλματος, διὰ προστάγματος, Θουκ. 8. 99· ἐκ π. Πολύβ. 1. 27, 8, κτλ.· διδόναι τὰ παραγγέλματα ὁ αὐτ. 10. 21, 9. ΙΙΙ. διδασκαλία, παράγγελμα, συμβολή, Ξεν. Κυν. 13, 19, Ἀριστ. π. Ἐνυπν. 1, 5, Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 1. 18.
Middle Liddell
παρ-άγγελμα, ατος, τό, [from παραγγέλλω
I. a message transmitted by beacons, Aesch.
II. an order, command, ἀπὸ παραγγέλματος by word of command, Thuc.
III. an instruction, precept, Xen.