-η, -οο πολύ φλογισμένος, ο γεμάτος φλόγες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο)- + φλογίζω. Η λ., στο θηλ. ολοφλόγιστη, μαρτυρείται από το 1823 στον Δ. Σολωμό].