ολοχρονίς

Greek Monolingual

επίρρ. καθ' όλη τη διάρκεια του έτους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. εκ συναρπαγής από τη φρ. όλο (τον) χρόνο + επιρρμ. κατάλ. -ίς κατά το νωρίς].