επίρρ.1. από όλα τα μέρη, από παντού2. σε όλα τα μέρη, παντού.[ΕΤΥΜΟΛ. < όλος + επιρρμ. κατάλ. -θε. Το -ον- του τ. αναλογικά προς τα παντούθε, πού-θε].