ολούθε

Greek Monolingual

επίρρ.
1. από όλα τα μέρη, από παντού
2. σε όλα τα μέρη, παντού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < όλος + επιρρμ. κατάλ. -θε. Το -ον- του τ. αναλογικά προς τα παντούθε, πού-θε].