ολόμαζος

Greek Monolingual

ὁλόμαζος, -ον (Α)
ολόκληρος, πλήρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + -μαζος (< μᾶζα), πρβλ. μεγαλό-μαζος].