ολόφακος

Greek Monolingual

ὁλόφακος, ὁ (ΑΜ)
ολόκληρες φακές, δηλ. άκοπες, όχι θρυμματισμένες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ό)- + φακός «καρπός της φακής»].