ομαδόν
Greek Monolingual
(Μ ὁμαδόν)
επίρρ. ομαδικά, όλοι ή όλα μαζί και ταυτοχρόνως («ὁμαδὸν διανήξασθαι τὸν πορθμόν», Ανν. Κομν.)
νεοελλ.
φρ. «πυρ [ή πυρά] ομαδόν»
στρ. πυρά που εκτελούνται από όλους συγχρόνως τους άνδρες στρατιωτικής μονάδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμός + επιρρμ. κατάλ. -αδόν (πρβλ. μον-αδόν, μετωπαδόν)].