ὁμηγενής, -ές (Α)αυτός που γεννήθηκε σε έναν τοκετό μαζί με άλλον, δίδυμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -γενής (< γένος). Το -η- του τ. οφείλεται σε μετρικούς λόγους].