ομορφαίνω

Greek Monolingual

όμορφος
1. καθιστώ κάποιον ή κάτι όμορφο, εξωραΐζω («κι ο ήλιος όλα τα ομορφαίνει», Παλαμ.)
2. γίνομαι όμορφος ή ομορφότερος («μεγάλωσε και ομόρφηνε»).