ομοστιχώ

Greek Monolingual

ὁμοστιχῶ, -άω (Α)
βαδίζω μαζί με κάποιον, συμπορεύομαι, συμβαδίζω στην ίδια σειρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + στιχῶμαι (< θ. στιχ- του στείχω), πρβλ. περιστιχώ].